Σάββατο 24 Μαΐου 2014

(3. ΤΑ ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΥ) ΧΑΖΙ ΣΤΟ ΠΑΛAΙΟ ΠΑΖΑΡΙ

Η γειτονιά που θα περιηγηθούμε τώρα είναι το παλιό παζάρι στην καρδιά του Αργυροκάστρου και η πραμάτεια που έχει να επιδείξει είναι λιτή, συχνά ακατέργαστη και χειροποίητη...

Ορισμένα από τα τοπικά προϊόντα που σόκαραν την Ιβάννα:
Η ύπαρξη της μούρης του Χότζα σε κούπα την άφησε speechless, γιατί ούτε καν είχε διανοηθεί να φανταστεί την ύπαρξη αυτού του σουβενίρ -κι επειδή σιγά να μην αγόραζε κανείς ένα τέτοιο προϊόν, εκτός από εκείνην! Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε στο μαγαζί, για να τσεκάρει και την υπόλοιπη πραμάτεια. Και το καλύτερο; Στα ενδότερα, υπήρχε και μοντέλο Σαλή Μπερίσα. Εννοείται ότι τα τίμησε και τα δύο. Στο τσακ ήταν να κτυπήσει και τρίτη κούπα, με τον Χότζα σε ασπρόμαυρη βερσιόν, πολύ σικ, στα κασμίρια του σφιγμένο. Το άφησε όμως αυτό το απόκτημα για κάποια άλλη φορά. Η τιμή τους (τουριστική βέβαια, γιατί ποιος άλλος θα αγόραζε;) ήταν γύρω στα 3 ευρώ έκαστο. Χαλάλι!

 Λίγο παραδίπλα, τολμηροί στυλιστικοί συνδυασμοί για την άνοιξη-καλοκαίρι 2014.

Τα πλεκτά κι η σημαία της Αλβανίας (ενίοτε ο συνδυασμός και των δύο)
έχουν την τιμητική τους σε όλα τα μαγαζάκια με σουβενίρ.

Ο καιρός ήταν καπριτσιόζος, όμως κι η Ιβάννα καλά οργανωμένη, με ομπρέλα στα εθνικά χρώματα της Αλβανίας, αδιάβροχες μπότες κι όλα τα σέα. Είχε περάσει ήδη πάνω από μια ώρα που ήταν στο πόδι χωρίς σταματημό, κι είχε αρχίσει πια να βαριέται αυτές τις ατέλειωτες γυροβολιές. Αποφάσισε λοιπόν ότι ήλθε η ώρα για μια στάση για καφέ, στέγνωμα και ανασύνταξη.

Καφετέρια με την ελληνική, σύγχρονη έννοια του όρου -όπως εμείς την ορίζουμε από τουλάχιστον τη δεκαετία του '90- δεν υπήρχε, όσο κι αν έψαξε πέρα δώθε, στη συνοικία του παλιού παζαριού. Mόνο μια εντόπισε, με σκουρόχρωμο ντεκόρ, που ίσως...μπορεί...αλλά μάλλον ήταν κλειστή για πάντα. Τα τοπικά στέκια, όπως κι η γενικότερη αύρα του μέρους, της θύμιζαν έντονα ένα μεγάλο Πομακοχώρι της Ξάνθης, κι αλλοτινές εποχές, που δεν είχε προλάβει να ζήσει και πιθανώς να είχε δει μόνο σε ελληνική ταινία. Τα περισσότερα καφενεία ήταν εκείνη την ώρα κλειστά. Ένα ζαχαροπλαστείο, -που την έψηνε ακόμα περισσότερο για επίσκεψη, γιατί ήθελε διακαώς να δοκιμάσει τοπικά γλυκά- κλειστό κι αυτό. Παρατηρώντας στα πεταχτά, διαπίστωσε ότι όλα τα καφέ-μπαρ ήταν λιτά, χωρίς ελκυστική διακόσμηση, είχαν μόνον τα βασικά κι απολύτως απαραίτητα.  Αποφάσισε να μπει σ' αυτό που είχε την περισσότερη κίνηση και ζωντάνια, και δύο τηλεοράσεις για να έχει κάτι να χαζεύει, όσο θα διαρκούσε αυτή η στάση.

Μπαίνοντας, η αίσθηση του "παλιού" έγινε όλο και πιο έντονη, από την βαριά ατμόσφαιρα, ποτισμένη με πίσσα και νικοτίνη, χωρίς εξαερισμό, που επικρατούσε στον καφετεριο-καφενέ. 2-3 αντρικές παρέες, καθισμένες εδώ και κει, κάπνιζαν αρειμανίως αμερικάνικα τσιγάρα, χωρίς σταματημό. Κατάλαβε ότι δε θα άντεχε πολύ εκεί μέσα. Παρήγγειλε ένα εσπρεσσάκι στα γρήγορα. Το μαγαζί αυτό δεν ήταν σε καμία περίπτωση ικανό να σε προσελκύσει για να αράξεις με τις ώρες, να πιεις τον καφέ σου, να διαβάσεις την εφημερίδα, να κουτσομπολέψεις με τις φίλες σου ή να αράξεις ρομαντικά με το αμόρε σου.

Τι θα μπορούσε να κάνει σ'αυτή την πόλη; Οι επιλογές ήσαν πολύ λίγες, ειδικά μ' αυτόν τον παλιόκαιρο έξω. Σκεπτόταν για να βρει τη λύση, όσο έπινε τον μερακλίδικο εσπρεσσάκι που της έφερε τάχιστα ο γκαρσόν, πολύ προβληματισμένη για το μέλλει γενέσθαι εκείνου του βροχερού και σκυθρωπού απογεύματος. Η επιλογή ήταν τελικά μια, κι ας έβρεχε. Θα πήγαινε σίγουρα στο Κάστρο, και μετά όλο και κάτι θα βρισκόταν.

Τιμοκατάλογος δεν υπήρχε. Η Ιβάννα σηκώθηκε μόνη της για να πληρώσει, στα μουγγά, ακουμπώντας στην τύχη, διστακτικά, ένα 200ρικο λεκ στη μπάρα. Ο σερβιτόρος-μπάρμαν, της έδωσε πίσω κάτι κέρματα. Από τα ρέστα της, κατάλαβε ότι η τιμή του καφέ, ήταν στα 50 λεκ. Ούτε μισό ευρώ δεν ήταν, όμως το περιβάλλον στο οποίο τον έπινες δεν θα το 'λεγες και ειδυλλιακό, κι ούτε σε προδιάθετε να ξαναγυρίσεις πρόθυμα.

Βγαίνοντας στον πηγαιμό για το Κάστρο, έμελλε να την βρει το δεύτερο σοκ, μετά τον Ενβέρ Χότζα:
Δε διακρίνονται καλά -γιατί η Ιβάννα έβγαλε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα τη φωτό, προτού προλάβει να πεταχτεί ο ξυλογλύπτης-καλλιτέχνης και της ζητήσει και τα ρέστα. Ω Θεοί, δεν γλιτώνεις από τη νεοελληνική μάστιγα, ούτε καν στο Αργυρόκαστρο! Tέλος πια στη δικτατορία του Ρουβά και της Μενεγάκη!!! Αν είναι δυνατόν, ακόμα κι εδώ..;

Υ.Γ. Βλέπω καλά; Και Θεοδοσία Τσάτσου παραπέρα; Πολύ ιδιαίτερη επιλογή του μερακλή καλλιτέχνη, αν μη τι άλλο....... και στην επόμενη επίσκεψη θα ερωτηθεί για τις προτιμήσεις του!

Μετά απ' αυτό το θέαμα που αποσυντονίζει πρόσκαιρα, ας γυρίσουμε και πάλι στα τοπικά: πολύ περίεργο κ μπρουτάλ το εμπόρευμα (;), αλλά κι η βιτρίνα του Artizanet e Antigonese...

Το καλύτερο όμως, μαζί με την κούπα Χότζα, ήταν αυτό που αντίκρισε σε ένα (μάλλον) παλαιοπωλείο: "πιο vintage πεθαίνεις" ραδιόφωνα και τρανζίστορ! Απόλυτα συλλεκτικά κομμάτια εγχώριας παραγωγής, μάρκας Urt Durrës και Mimoza, για τα οποία όμως δυστυχώς δε μπόρεσε να αποσπάσει περαιτέρω πληροφορίες, γιατί το μαγαζί ήταν κλειστό...

Το απόλυτο ράδιο-κειμήλιο Mimoza. Πιάνει όλα τα καλά: Αθήνα, Σκόπια, 
Τίρανα, Βατικανό!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου